- νευρόκαυλος
- νευρό-καυλος, ον,A with fibrous stem, Thphr.HP7.2.8.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νευρόκαυλος — νευρόκαυλος, ον (Α) αυτός που έχει ινώδη βλαστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + καυλός «βλαστός»] … Dictionary of Greek
νευροκαύλων — νευρόκαυλος with fibrous stem masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νευρόκαυλα — νευρόκαυλος with fibrous stem neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εννευρόκαυλος — ἐννευρόκαυλος, ον (Α) [νευρόκαυλος] (για φυτά) αυτός που έχει νευρώδη καυλό, δηλ. στέλεχος, βλαστό, κορμό γεμάτο ίνες, νεύρα … Dictionary of Greek
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… … Dictionary of Greek